- μονόσπερμος
- ος, ο[ν] бот. односемянный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόσπερμος — η, ο (για καρπό) αυτός που περικλείει ένα μόνο σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονοσπέρματος < μον(ο) * + σπέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
διψακίδες — (dipsacaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των ρουβιωδών, που περιλαμβάνει μονοετείς ή διετείς πόες. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, γαλάζια, λευκά ή κίτρινα, κυρίως ζυγόμορφα, και αναπτύσσονται κατά κεφάλια ή κατά μασχαλιαίους… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… … Dictionary of Greek